- φρενιάζω
- φρένιασα, φρενιασμένος1. μτβ., ερεθίζω κάποιον πολύ, τον δαιμονίζω, τον κάνω έξω φρενών: Ηρωδιάς...του Γιοχαννάν την κατάρα γρικάει που τη φρενιάζει (Ι. Γρυπάρης).2. αμτβ., γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών, με πιάνει μανία, δαιμονίζομαι, θυμώνω πολύ: Φρένιασε απ' το κακό του, όταν το 'μαθε.3. θορυβώ υπερβολικά: Τα πιτσιρίκια φρενιάζουν στο διπλανό δωμάτιο.4. είμαι σε έκσταση, σε ιερή μανία: Πια ο ψάλτης δε φρενιάζει... στης ορφικής κιθάρας γερμένος τη χορδή (Κ. Παλαμάς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.